-
1 επιπλαζομαι
См. также в других словарях:
επιπλάζομαι — ἐπιπλάζομαι (Α) [πλάζομαι] 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. ἐπιπλάζω επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω … Dictionary of Greek
1 επιπλαζομαι
επιπλάζομαι — ἐπιπλάζομαι (Α) [πλάζομαι] 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. ἐπιπλάζω επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω … Dictionary of Greek